Διελκυστίνδα για την αποτελεσματικότητά τους .

Νέοι προβληματισμοί διατυπώνονται για την περιβαλλοντική συμπεριφορά των scrubbers από μελέτες σπουδαίων επιστημονικών ιδρυμάτων, όπως είναι το MIT, αλλά αυτήν τη φορά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε. Την ίδια στιγμή μαίνεται η σύγκρουση από τη μια πλευρά χωρών κυρίως ναυπηγικών και μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών, που προωθούν τη χρήση scrubbers, και από την άλλη της πλειονότητας των ναυτιλιακών εταιρειών, που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά τους.

Εν όψει της επόμενης (74ης) συνόδου της Επιτροπής Προστασίας του Θαλασσίου Περιβάλλοντος (MEPC) του IMO, η οποία θα πραγματοποιηθεί το διάστημα 13-17 Μαΐου 2019, φορείς, ινστιτούτα και χώρες-μέλη του ΙΜΟ καταθέτουν στη γραμματεία της συνόδου έγγραφα εργασίας αναφορικά με την επικείμενη εισαγωγή των νέων καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5%) από την 1η/1/2020 και των προβλημάτων που ενδεχομένως συνοδεύουν αυτή την εξέλιξη. Μια εξέλιξη που αλλάζει δραματικά το τοπίο στη ναυτιλία, καθώς πολλοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι η σύγκρουση γύρω από τα νέα καύσιμα εκτός της περιβαλλοντικής διάστασης έχει και την επιχειρηματική, αφού έχουν μπλεχτεί σε ένα «κουβάρι», πολύ μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες που βλέπουν τη νέα κατάσταση ως ευκαιρία περαιτέρω γιγαντισμού τους, ναυπηγικές χώρες όπως η Ιαπωνία που προωθούν την εναλλακτική λύση των scrubbers, η βιομηχανία της διύλισης, αλλά και χιλιάδες ναυτιλιακές εταιρείες που δεν είναι διατεθειμένες να υποστούν αυτές το κόστος μετάβασης στα νέα καύσιμα και μάλιστα με επιλογές που αμφισβητούνται ως προς την αποτελεσματικότητά τους.

Εναλλακτικές

Επισημαίνεται ότι μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων που έχουν παρουσιασθεί στη ναυτιλιακή βιομηχανία εκτός από τη χρήση των νέων ακριβότερων αποθειωμένων καυσίμων, είναι η χρήση μιγμάτων (για τα οποία υπάρχουν προβληματισμοί αναφορικά με την ασφάλειά τους) και η εγκατάσταση στα πλοία scrubbers που κατακρατούν τα οξείδια του θείου και τα αποβάλλουν είτε στη θάλασσα (scrubbers open loop) είτε σε ειδικές εγκαταστάσεις σε κατά τόπους λιμάνια.Έντονοι προβληματισμοί διατυπώνονται όμως για την αποτελεσματικότητα των συστημάτων καθαρισμού ειδικά για τα scrubbers ανοικτού τύπου και αφορούν το κατά πόσο η αποβολή των λυμάτων που κατακρατούν κατά τη διαδικασία αποθείωσης των καυσίμων είναι ενέργεια ακίνδυνη για το θαλάσσιο περιβάλλον.

Στην ατζέντα της MEPC

Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν τεθεί ήδη σε διαφορά όργανα στον ΙΜΟ και θα εξετασθούν και πάλι στην επόμενη MEPC του Μαΐου. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης για πρώτη φορά η Κομισιόν -μαζί με τα 28 κράτη-μέλη της Ε.Ε.- εκφράζει την ανησυχία της κατά πόσο η απόρριψη στη θάλασσα υγρών καταλοίπων θα γίνεται με φιλοπεριβαλλοντικούς όρους και ζητά από την Επιτροπή του ΙΜΟ να συμπεριλάβει μια νέα εισήγηση στο πρόγραμμα εργασίας της, που  θα αξιολογήσει και θα εναρμονίσει την ανάπτυξη κανόνων και οδηγιών σχετικά με την απόρριψη υγρών αποβλήτων από το σύστημα καθαρισμού καυσαερίου (EGCS), λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες σε κάθε περιοχή. Στην παρέμβαση της Κομισιόν αντέδρασε εκπρόσωπος της Clean Shipping Alliance 2020 -μιας «συμμαχίας» μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών που έχουν αποφασίσει να τοποθετήσουν scrubbers στα πλοία τους-, ο οποίος υποστήριξε ότι οι ανησυχίες της Κομισιόν δεν στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα.

Έρευνα από το ΜΙΤ

Την ίδια στιγμή όμως η αντιπροσωπεία του Παναμά, μια χώρα με ένα από τα μεγαλύτερα νηολόγια στον κόσμο, κατέθεσε ένα έγγραφο που συνοψίζει τα βασικά ευρήματα μιας εκτενούς βιβλιογραφίας σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των συστημάτων καθαρισμού καυσαερίων. Η εργασία αυτή ανατέθηκε από τον Παναμά στους καθηγητές John Heywood και Emmanuel Kasseris του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) των ΗΠΑ. Οι δυο καθηγητές διενήργησαν μια εκτεταμένη βιβλιογραφική ανασκόπηση για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των scrubbers και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν δύο τομείς όπου υπάρχει λόγος ανησυχίας ή τουλάχιστον αιτιολόγησης για περαιτέρω επιστημονικές έρευνες. Ο πρώτος τομέας αφορά τον αντίκτυπο της απόρριψης λυμάτων από τα scrubbers στη θάλασσα και τις χημικές διεργασίες που ακολουθούν. Η ανησυχία είναι πιο έντονη όταν πρόκειται για open-loop scrubbers, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των εγκατεστημένων συστημάτων EGCS. Τα απόβλητα των scrubbers περιέχουν, μεταξύ άλλων, ρύπους όπως βαρέα μέταλλα και πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAH). Είναι επίσης όξινα, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη χημεία των ωκεανών.

Το δεύτερο θέμα αφορά το εάν τα πλοία εξοπλισμένα με scrubbers είναι πραγματικά ισοδύναμα με τα πλοία που χρησιμοποιούν καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο όσον αφορά τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα. Όπως σημειώνεται, υπάρχουν έντονες ενδείξεις στη βιβλιογραφία ότι τα scrubbers μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικά στην αφαίρεση μικρών σωματιδίων. Υπάρχει περιορισμένη εργασία στον τομέα αυτό και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.